- νυρόκα
- ηζωολ. ελόβιο πτηνό τής νοτιοανατολικής Ευρώπης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nyroca < ρωσ. nyrok «δύτης» (πάπια) < nyryat «βυθίζομαι, βουτώ» (πρβλ. και λιθουαν. nerti «βουτώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.